- παραχωρητής
- οθηλ. -τρια αυτός που παραχωρεί δικαίωμα ή πράγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραχωρητής — ο αυτός που παραχωρεί, που μεταβιβάζει περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα σε άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραχωρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη] … Dictionary of Greek